- φητρία
- ἡ, Αιων. τ. βλ. φατρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φατρία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Α νεοελλ. ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι φατρίες … Dictionary of Greek